Χαιρετισμός Ευάγγελου Βενιζέλου στην ημερίδα «Κλιματική αλλαγή: Επείγουσα παράμετρος του νέου μοντέλου ανάπτυξης»




From:    Ευάγγελος Βενιζέλος <newsletters@evenizelos.gr>

Subject: Χαιρετισμός Ευάγγελου Βενιζέλου στην ημερίδα «Κλιματική αλλαγή: Επείγουσα παράμετρος του νέου μοντέλου ανάπτυξης»





Αν οι εικόνες δεν εμφανίζονται σωστά, δείτε το newsletter πατώντας εδώ
Αν θέλετε να μην λαμβάνετε newsletters παρακαλούμε πατήστε «Διαγραφή»
  
Χαιρετισμός Ευάγγελου Βενιζέλου στην ημερίδα που διοργάνωσαν ο Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση και το Konrad Adenauer Stiftung με θέμα: «Κλιματική αλλαγή: Επείγουσα παράμετρος του νέου μοντέλου ανάπτυξης» (4.2.2020)

Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Σας ευχαριστώ καταρχάς, την κάθεμια και τον καθένα, για την παρουσία σας και σε αυτή την εκδήλωση που οργανώνουμε μαζί με το Konrad Adenauer Stiftung.  Ευχαριστώ θερμότατα τον εκπρόσωπό του στην Ελλάδα γιατί με μεγάλη προθυμία και με φιλική διάθεση δέχθηκε να οργανώσουμε μια ενδιαφέρουσα, ελπίζω, συζήτηση, που την έχουμε διανθίσει, όπως είδαμε, και με την Γερμανική εμπειρία η οποία είναι πολύ χρήσιμη. Ευχαριστώ θερμότατα και τις δύο συντονίστριές μας - είμαι βέβαιος ότι και στο δεύτερο πάνελ θα έχουμε μία δυναμική διεύθυνση της συζήτησης-,  τις εισηγήτριες και τους εισηγητές, στους δύο κύκλους συζητήσεων που οργανώνουμε σήμερα.

Στόχος μας είναι να κάνουμε μία συζήτηση για τα επείγοντα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής και για την κλιματική αλλαγή ως παράμετρο του μοντέλου ανάπτυξης. Κατά βάθος, στόχος μας ήταν να κάνουμε αυτή τη συζήτηση, θα δούμε τώρα και το πολιτικό της μέρος πώς θα εξελιχθεί, χωρίς να επαναλάβουμε πάρα πολλές κοινοτοπίες. Ο μεγάλος κίνδυνος των συζητήσεων για την κλιματική αλλαγή είναι η ρουτίνα, είναι η επανάληψη στερεοτύπων. Αυτή η ρητορική προσέγγιση του ζητήματος στην πραγματικότητα επαναπαύει την κοινωνία, δεν μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τον κρίσιμο και πιεστικό χαρακτήρα του ζητήματος. Υπάρχει ένας κύκλος ανθρώπων που έχει ευαισθητοποιηθεί και είναι ενεργός, αλλά νομίζω ότι η πλειονότητα  της κοινωνίας των πολιτών, ακόμη δεν έχει αποκτήσει τις ευαισθησίες που απαιτούνται.
Στην πρώτη φάση της συζήτησης, νομίζω με εξαιρετικό τρόπο,  η συντονίστρια και οι τρεις εισηγητές, η καθηγήτρια κα Κουντούρη, η κα Μπαλή  και ο καθηγητής κ. Καρτάλης   μας έδωσαν, με  ανάγλυφο τρόπο, την εικόνα του προβλήματος. Είδαμε τι αλλαγές στις δημόσιες πολιτικές επιβάλλει η κλιματική αλλαγή, ποια είναι η επίπτωση στην ενεργειακή πολιτική, την πολιτική μεταφορών, στη ναυτιλιακή πολιτική, στις υποδομές, στα δίκτυα, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό, στην οικιστική ανάπτυξη, στις χρήσεις γης, στα ύδατα, στην αντιμετώπιση της θάλασσας και της ακτογραμμής.
Υπάρχουν βέβαια καταναγκασμοί που απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πάρα πολύ σοβαρά υπόψη, τόσο όσο θα έπρεπε, τις ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών. Στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και τώρα, διεξάγεται ένα εκτεταμένο και πολλές φορές κραυγαλέο, ενεργειακό dubbing. Υπάρχουν χώρες που χρησιμοποιούν πυρηνική ενέργεια, χώρες οι οποίες έχουν ήδη μεγάλο ποσοστό διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μεταβατικά του φυσικού αερίου, χώρες οι οποίες βρίσκονται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ τους, χώρες οι οποίες πέρασαν από την περιδίνηση της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία και χώρες οι οποίες ήταν δημοσιονομικά σταθερές και υγιείς και άρα δεν είχαν τα προβλήματα προσαρμογής, δημοσιονομικής και διαρθρωτικής, που είχαμε εμείς. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία δεν αντιμετωπίζονται στο σκέλος της ευρωπαϊκής συζήτησης που αφορά την κλιματική αλλαγή.
Εκείνο το οποίο επίσης θα ήθελα να προσθέσω σε σχέση με τη συζήτηση που προηγήθηκε, είναι ο καθοριστικός ο ρόλος της δικαιοσύνης. Δεν αναφέρθηκε η επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στη νοοτροπία της δικαιοσύνης των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να μείνουμε στη δική μας ήπειρο. Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, ότι το τι σημαίνει το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος, μας το λέει η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το πόσο πιεστική είναι η κλιματική αλλαγή και το τι επεμβάσεις απαιτεί, με συνεχή στάθμιση κόστους-οφέλους, ίσως πρέπει να απασχολήσει λίγο περισσότερο τη νομολογία μας όταν κρίνει θέματα σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την εγκατάσταση τόσο φωτοβολταϊκών όσο και αιολικών πάρκων στην ελληνική επικράτεια.
Το σημαντικότερο όμως, που εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να αναδείξω, προσπαθώντας να οικοδομήσω τη γέφυρα ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο κύκλο της σημερινής συζήτησης, είναι η σχέση της κλιματικής αλλαγής με τη λεγόμενη κοινωνία της διακινδύνευσης, την society of risk. Στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε κοινωνική συσσωμάτωση, κάθε κοινωνικός σχηματισμός και κάθε μορφή πολιτειακής οργάνωσης, έχει ένα στοιχείο διακινδύνευσης πάνω στο οποίο βασίζεται. Ο φόβος συνέχει τις κοινωνίες και το σύγχρονο κράτος αναδύθηκε τους τελευταίους πέντε, ας πούμε, αιώνες, ακριβώς επειδή έπρεπε να αντιμετωπιστούν πιεστικά προβλήματα ασφάλειας. Τώρα, η κοινωνία είναι μία κοινωνία απειλούμενη που ζει με το άγχος διαφόρων κινδύνων, οι φυσικές καταστροφές είναι η πιο αρχαϊκή μορφή κινδύνου, αλλά έχει να αντιμετωπίσει επίσης τεράστια προβλήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, ασύμμετρες απειλές,  προβλήματα πολιτικής προστασίας πολύ σοβαρά. Θα αρκούσαν τα παραδείγματα από το Μάτι, από την Αυστραλία τους τελευταίους μήνες, για να πειστούμε.
Αυτά όλα επηρεάζουν τις πολιτικές συμπεριφορές, θέτουν υπό δοκιμασία, σε πολλές χώρες, την αντοχή της Δημοκρατίας. Πολλές φορές η κοινωνία ρέπει προς το λαϊκισμό και την απλούστευση, ακριβώς επειδή είναι πολύ έντονο το στοιχείο του φόβου το οποίο πρέπει να διαχειριστεί.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και ένας μελλοντολογικός φόβος γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα σχέσεων της σημερινής γενιάς με τις επόμενες γενιές, ένα πολύ βαθύ πρόβλημα αλληλεγγύης των γενεών σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Ήδη μιλάμε με ορίζοντα το 2030, το 2070, μιλάμε στην πραγματικότητα προσεγγίζοντας τον επόμενο αιώνα με μία ευκολία που μας φέρνει αντιμέτωπους με τον μακρύ ιστορικό χρόνο, ενώ οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται συγκυριακά, όπως γνωρίζουμε.
Και υπάρχει και μία πολύ περίεργη συγκυρία, η παγκόσμια συζήτηση αυτή τη στιγμή κυριαρχείται από ένα θέμα το οποίο είναι αρχαϊκό, αφορά τις συνθήκες ζωής στον πλανήτη, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και ένα θέμα το οποίο είναι μετανεωτερικό, που είναι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η τεχνητή νοημοσύνη, η μηχανική μάθηση, όλη η συζήτηση  για ένα άλλο μοντέλο παραγωγής, στην πραγματικότητα για μία άλλη κοινωνία, που σημαίνει και για άλλες μορφές κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και καλείται ο ίδιος πολίτης, η ίδια κοινωνία, να διαχειριστεί ταυτόχρονα το πιο αρχαϊκό και το πιο μεταμοντέρνο πρόβλημα.
Θα κλείσω, ανοίγοντας τη συζήτηση των Υπουργών, του νυν και των πρώην, Ενέργειας και Περιβάλλοντος, θυμίζοντας ότι στη μακρά διαδρομή μου έχω διατελέσει κι εγώ Υπουργός Ενέργειας την περίοδο 1999-2000, όταν άνοιξε η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όταν άρχισε η πιεστική κανονιστική συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν ιδρύθηκε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, όταν άνοιξε ο δρόμος προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τους προνομιακούς όρους ένταξής τους στο σύστημα. Αλλά επειδή στη δημόσια εικόνα διατηρείται περισσότερο η ανάμνηση των τελευταίων δραστηριοτήτων μου, που συνδέονται με την εξωτερική πολιτική, με την άμυνα, με την οικονομία, θα μου επιτρέψετε να θέσω μία άλλη παράμετρο την οποία ίσως συζητήσουν οι τρεις αγαπητοί φίλοι που μας έκαναν την τιμή να αποδεχθούν την πρότασή μας και ιδίως θέλω να μνημονεύσω εδώ τον Γιώργο Σταθάκη που αποδέχθηκε την πρόσκλησή μας και τον ευχαριστώ θερμά.
Θα ήθελα να διατυπώσω μία παρατήρηση για τη σχέση της κλιματικής αλλαγής με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Το μεγάλο ερώτημα που μας απασχολεί τώρα με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τις τελευταίες εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι αν επανεξετάζοντας αναδρομικά τις μεγάλες επιλογές και τις μεγάλες αδράνειες της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας των τελευταίων 46 ετών, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, από τη μεταπολίτευση, δηλαδή εξετάζοντας μία μακρά περίοδο μισού αιώνα, ο παράγοντας που λέγεται χρόνος έχει λειτουργήσει θετικά ή αρνητικά για αυτό που λέγεται εθνικό συμφέρον και άρα για αυτό που λέγεται εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας.
Εάν πράγματι κρίσιμο στοιχείο της κατάστασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι ο ορυκτός πλούτος της περιοχής, ο πλούτος σε ορυκτά καύσιμα, αντιλαμβάνεστε πόσο διαφορετική ήταν η συζήτηση πριν από 50 χρόνια και πόσο διαφορετική είναι η συζήτηση τώρα, τώρα είμαστε ένα βήμα πριν την απαγόρευση σε παγκόσμια κλίμακα της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Εάν η χώρα ακολουθήσει την ίδια σχέση με τον χρόνο, μπορεί να διαπιστώσουμε σε 10 ή σε 20 χρόνια ότι έχει εκλείψει το οικονομικό αντικείμενο της περιοχής, από πλευράς τουλάχιστον ορυκτών καυσίμων, μπορεί να διατηρηθεί το ενδιαφέρον για τη αλιεία, ως προς τα ωστικά κύματα της  θάλασσας , το ενδιαφέρον ως προς τα τεχνητά νησιά τα οποία μπορεί να στεγάζουν εγκαταστάσεις παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, φωτοβολταϊκά  ή αιολικά πάρκα, αλλά πάντως δεν θα έχει νόημα να μιλάμε για πετρέλαιο, μετά από μερικές δεκαετίες  ακόμα και για το μεταβατικό καύσιμο του φυσικού αερίου.
Στενεύει ο χρονικός ορίζοντας, αυτό επηρεάζει τη μελέτη σκοπιμότητας και τα κριτήρια της βιωσιμότητας πολλών μεγάλων σχεδίων. Η συζήτησή μας για τους αγωγούς αλλάζει βάση αναφοράς, διότι μιλάμε για ένα χρονικό πλαίσιο απόσβεσης πολύ μικρότερο από αυτό για το οποίο θα μιλούσαμε πριν από 50 χρόνια. Αλλάζει όλη η συζήτησή μας για τους χώρους αποθήκευσης. Η απολιγνιτοποίηση είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028 σημαίνει ότι ο υπό κατασκευή σταθμός στην Πτολεμαΐδα, ο οποίος θα είχε φυσιολογικά έναν χρόνο απόσβεσης 50 ετών, τώρα θα λειτουργήσει για περίπου 5 χρόνια, γιατί, όπως ακούσαμε, με βάση το κόστος των ρύπων από ένα σημείο και μετά γίνεται δραματικά ασύμφορη η χρήση του λιγνίτη.
Άρα αντιλαμβάνεστε ότι η σχέση μας με το γεωλογικό χρόνο μετατρέπεται σε άλλη αντίληψη για τη σχέση μας με τον πολιτικό χρόνο και αυτό αφορά και την Κύπρο, αφορά όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, αφορά όλες τις χώρες του κόσμου. Πάλι ισχύει το dubbing, πάλι μπορεί οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίζουν με διαφορετική νοοτροπία και άνεση την παραγωγή του δικού τους σχιστολιθικού φυσικού αερίου και την προοπτική διάθεσής του και στην αγορά της Μεσογείου, αλλιώς σκέφτονται οι νομιμόφρονες Ευρωπαίοι στα θέματα αυτά.
Η ίδια η έννοια των θαλασσίων ζωνών αλλάζει περιεχόμενο υπό την πίεση της κλιματικής αλλαγής. Αντιλαμβάνεστε πόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά η αναφορά στην αποκλειστική οικονομική ζώνη σε σχέση με την παραδοσιακή αναφορά στην υφαλοκρηπίδα που αφορά τον βυθό και το υπέδαφος, δηλαδή κυρίως την εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων .
Αλλά δεν επηρεάζεται μόνον αυτή η όψη της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, επηρεάζεται η ίδια μας η σχέση με τις άλλες ηπείρους, η σχέση Ευρώπης και Αφρικής για την οποία η Ευρώπη είναι, θα έλεγα, πολύ λίγο γενναιόδωρη και διορατική. Ο κίνδυνος της ερημοποίησης είναι έντονος, η πιθανότητα να δημιουργηθούν άλλες κατηγορίες προσφύγων, οι περιβαλλοντικοί ή κλιματικοί πρόσφυγες, είναι πολύ ισχυρή, θα έχουμε ενδεχομένως να χειριστούμε άλλου τύπου μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές .  Αυτά μπορεί να μην είναι αντικείμενα της αυριανής ατζέντας, αλλά είναι αντικείμενα μίας πολύ κοντινής ατζέντας την οποία πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν κάνουμε ένα στρατηγικό σχεδιασμό.
Νομίζω ότι αυτή η παράμετρος, η σχέση με την εξωτερική πολιτική και με την πολιτική ασφάλειας, οδηγεί τα ζητήματα στα ακραία όριά τους και δίνει ενδεχομένως μία αίσθηση επείγοντος μεγαλύτερη από αυτή που δίνει η συζήτηση για την ηλεκτροκίνηση των αυτοκινήτων η οποία είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, αλλά μπορεί να εκληφθεί και ως μία συζήτηση που αφορά ένα επιμέρους ζήτημα της ενεργειακής πολιτικής ή της πολιτικής μεταφορών.
Κλείνω λέγοντας ότι, όταν ήμουν Υπουργός Ανάπτυξης, έχοντας και την ευθύνη για την ενέργεια, το 1999 και το 2000, είχα και την ευθύνη της έρευνας και της τεχνολογίας, του τουρισμού, της βιομηχανίας, του εμπορίου, του καταναλωτή, του τουρισμού, ήταν ένα Υπουργείο όλης της πραγματικής οικονομίας. Τότε, λοιπόν, μία από τις πρωτοβουλίες μας που δεν ξέραμε τι απόδοση οικονομική θα έχει, ήταν να ιδρυθούν κάποια νέα ερευνητικά ινστιτούτα, ένα από αυτά το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης που παρότι έχει το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο, δεν διέθετε ένα ερευνητικό κέντρο της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας.
Στο  ΕΚΕΤΑ, λοιπόν, κατεγράφη ταχύτερα από κάθε άλλο αντίστοιχο κέντρο στον χάρτη του παγκόσμιου ανταγωνισμού γύρω από ορισμένα ερευνητικά προγράμματα για την έκλυση καθαρού υδρογόνου από το νερό. Η συζήτηση τώρα για την πιθανή χρήση του υδρογόνου βλέπετε πόσο κρίσιμη είναι. Στο ΕΚΕΤΑ η έρευνα αυτή είναι προωθημένη σε ένα επίπεδο το οποίο είναι διεθνώς ανταγωνιστικό με πάρα πολύ μεγάλες αξιώσεις. Αυτό δείχνει τις γοητευτικές αντιφάσεις και τις δυνατότητες μίας χώρας που ετοιμάζεται του χρόνου να γιορτάσει τα 200 χρόνια από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, της Παλιγγενεσίας, και τώρα πια έχει εντάξει στους μεγάλους εθνικούς στόχους των επομένων δεκαετιών και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με όρους που θέλω να ελπίζω ότι θα είναι υποδειγματικοί και, θέλω να ελπίζω, επίσης αποδεκτοί από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία των πολιτών.
Υποδέχομαι και τον αγαπητό μου φίλο, τον Κωστή Χατζηδάκη, που ήρθε και τον ευχαριστώ γιατί βρήκε τον χρόνο να είναι μαζί μας, μαζί και με τον αγαπητό μου φίλο Γιάννη Μανιάτη και εύχομαι καλή επιτυχία και στο δεύτερο σκέλος της συζήτησης.-



* Video: https://vimeo.com/389438186

Video - τραπέζι 2: https://vimeo.com/389423657
Video - τραπέζι 1: https://www.facebook.com/80258823622/videos/223919361973515

TwitterFaceBook |  Vimeo |  YouTube

Αν θέλετε να μην λαμβάνετε newsletters παρακαλούμε πατήστε «Διαγραφή»

Πληροφορίες Συνδρομητή

Σχόλια