ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ



--------
Date: Δευ, 28 Δεκ 2020, 16:05
Subject: 


ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Posted: 25 Dec 2020 10:00 AM PST

Του Δημητρίου Μπόκου
 
Υπό βροχήν ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ βάδισε όλη την ημέρα στα παγωμένα καταράχια. Έφτασε κατάκοπος, νηστικός, μουσκεμένος στη δυσπρόσιτη γραμμή εφόδου. Το άγριο χιονισμένο τοπίο, υπό κανονικές συνθήκες άβατο, δυσκόλεψε την πορεία του, τον εμπόδισε να είναι στον στόχο του την ώρα που πρόβλεπε το επιχειρησιακό σχέδιο. Λίγα μόνο λεπτά τον βρήκαν να ξεκουράζεται ορθός στο γλιστερό βάθος της χαράδρας (πού τόπος να καθίσει στο λασπερό χιόνι;), ίσα-ίσα για να φτάσουν και οι τελευταίοι του λόχου του.
 
Χωρίς ανάπαυλα, όσο βαστούσε ακόμα το λιγοστό φως της φθινοπωριάτικης μέρας, εφόρμησε στην απόκρημνη πλαγιά που υψωνόταν μπροστά του. Με το σύνθημα, τα μουσκεμένα του πόδια σάλεψαν βαριά στον ανήφορο. Άγριος βρυχηθμός η κραυγή του αντήχησε βραχνά στα γκρεμνά που μισοσκότεινα έχασκαν κάτω του. Έτρεξε λαχανιασμένος, πήδησε βράχια, έπεσε, σηκώθηκε, σκόνταψε, γλίστρησε, γαντζώθηκε στα χαμόκλαδα, ξανασηκώθηκε, μάτωσε, πόνεσε, βόγγηξε, μα τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να τον πισωγυρίσει.
 
Το βλέμμα του, αστράφτοντας άγρια, ήταν καρφωμένο στην κορφή που ανασκαβόταν αδιάκοπα από τις εκκωφαντικές εκρήξεις. Παγωμένη τανάλια τα δάχτυλά του, κλείδωναν σφιχτά πάνω στο φλογισμένο του όπλο. Με τη στερνή αναλαμπή της φοβερής μέρας ο νεαρός στρατιώτης, αιμόφυρτος, τρομερός, αλλοπαρμένος, πατούσε θριαμβευτής, ίδιος θεός του πολέμου, την κορφή του ματοποτισμένου υψώματος. Ο ασυρματιστής με τα δάχτυλα κοκκαλωμένα βιάστηκε να χτυπήσει στο παγωμένο χειριστήριό του: «Αποστολή εξετελέσθη». Οι εκκωφαντικοί κρότοι αραίωναν, μα τα φαντάσματα του ολέθρου φτεροκοπούσαν ακόμα στον τρελό αέρα, τη βροχή, το μισοσκόταδο.
 
Η ξέφρενη μάχη κόπασε. Ο βαρύς Νοέμβρης του '40 σκέπασε με το πηχτό σκοτάδι του τα χιονισμένα βουνά. Ο λόχος, αποδεκατισμένος απ' τα δεινά του πολέμου, πασχίζει ν' αγκιστρωθεί στην ανεμοδαρμένη κορφή. Ο νεαρός στρατιώτης, μουσκεμένος, πεινασμένος, παγωμένος, πεθαμένος, ψάχνει στην υγρή λασπωμένη γη απάγκιο για λίγη εναγώνια ανάπαυση μέχρι το επόμενο ματοκύλισμα. Πόσο ζήλευε και καλοτύχιζε, τέτοιες στιγμές, τ΄ άγρια θεριά στις φωλιές τους!  
 
Είχε ξεχάσει πώς είναι να ζεις σαν άνθρωπος. Η όψη του αγρίεψε. Το κορμί του βρώμισε. Τα ρούχα του σκίστηκαν. Τα άρβυλά του τρύπησαν. Η ψυχή του μόνο ήταν ακόμα ζωντανή. Της έδινε πνοή το όραμά τους. Το όραμα της νίκης που, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου και τις απελπιστικά δυσοίωνες προβλέψεις, το αγκάλιαζαν κάθε μέρα χειροπιαστά στα φρικιαστικά πεδία των μαχών. Και που το θέριευε αδιάκοπα και το φούντωνε πιότερο, μυστικά αλλά και φανερά, μια άλλη μορφή, γνωστή, γλυκειά, αγαπημένη κι αυτή απ' το βρεφικό τους μαξιλάρι, η δεύτερη μάνα τους, η Παναγία. Κι έκανε κουράγιο ο νεαρός στρατιώτης και πολεμούσε αλύγιστος ενάντια σ' όλα τα θεριά για όλα όσα άφησε πίσω του, για όσα αγαπούσε.  
 
Μα ήρθε η ώρα που τσάκισε και η ψυχή του.  
Ήταν τότε που έφτασαν και στην προκεχωρημένη τους γραμμή οι ισχνές εφεδρείες, προσπαθώντας να καλύψουν κάτι απ' τα δυσαναπλήρωτα κενά που οι αδυσώπητες μάχες άφηναν πίσω τους.  
 
- Καιρός ήταν! Μας θυμήθηκαν! σκέφτηκε ο νεαρός στρατιώτης και μια μικρή ανακούφιση τρύπωσε στη σκληρυμένη απαράκλητη καρδιά του.  
 
Ο λόχος τους, απ' την αρχή του πολέμου στην πρώτη γραμμή, δεν ήταν παρά λόχος-φάντασμα. Ούτε σκέψη βέβαια για πλήρη αντικατάσταση των καταπονημένων μαχητών, που φάνταζαν σκέλεθρα από τη φοβερή κακοπάθεια. Έστω και έτσι όμως, η μικρή αναπλήρωση κάποιων κενών έδινε ανάσα ζωής στην αποδεκατισμένη μονάδα. Μα η ευφορία του νεαρού στρατιώτη δεν κράτησε για πολύ. Η άφιξη των νεοφερμένων είχε μια ιδιαίτερη, όσο και αναπάντεχη εξέλιξη για τον ίδιο.  
 
Ανάμεσά τους διέκρινε από τις πρώτες στιγμές και τον άσπονδο «φίλο» του. Ο «ακατονόμαστος» συγχωριανός του ήταν μεταξύ των λιγοστών εφέδρων που έφτασαν ως τη γραμμή του πυρός. Ο σκληροτράχηλος μαχητής χολώθηκε κατάκαρδα.  
 
- Έλεος! ανέκραξε μέσα του οργισμένος. Κι εδώ ακόμα με έφτασε η χάρη σου;  
Ποιος ήταν ο «ακατονόμαστος»;  
 
Μα ο παιδικός του φίλος. Που μεγαλώσανε μαζί στο ξεχασμένο απόμερο χωριό τους. Μαζί στις παιδικές περιπέτειες, στις χαρές και στις λύπες τους μαζί. Ο πιο κοντινός του, ο δικός του άνθρωπος. Πρώτα σ' αυτόν θα 'λεγε το καθετί, μετά στους δικούς του. Δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Τον εμπιστευόταν τυφλά. Μα έλα που όλα τα καλά έχουν και τέλος κάποτε! Και η φιλία τους ήταν τόσο καλή, που το κακό τη ζήλεψε και βάλθηκε να τη χαλάσει.  
 
Στο χωριό είχαν φτώχεια μεγάλη και ο Μανωλάκης, όπως τον φώναζαν από μικρό, μπήκε στη δούλεψη από νωρίς. Να δώσει μιαν ανάσα στο σπίτι τους κι αυτός, καταπώς συνηθιζόταν με τους νέους του χωριού του. Μα οι κόποι και τα βάσανα της δουλειάς τον έκαναν γεροδεμένο παλικάρι. Έριξε μπόι, ψήλωσε. Τα μπράτσα του δυνάμωσαν, έσφιξε το κορμί του, μα πάνω απ' όλα ομόρφυνε. Και πάνω στον ανθό της νιότης του πρόβαλε στο προσκήνιο και η αγάπη.  
 
Σε κάποιο απ' τα ταξίδια του για τις δουλειές του γνώρισε την Ανδριανή. Ήταν κορίτσι που ξεχώριζε από μακριά. Με το πρώτο που την αντίκρισε, τον τράβηξε. Ψηλή κι αυτή, στητή, καλοβαλμένη, όμορφη σαν το νερό κρύας πηγής. Σεμνή και μετρημένη, καθώς έμαθε, όπου κι αν ρώτησε γι' αυτήν. Μα δεν μπορούσε να την πλησιάσει από μόνος του. Μια και μοναδική φορά σε τυχαίο συναπάντημα αντάμωσαν οι ματιές τους. Δεν μπορούσε να ξέρει αν εκείνη τον είχε προσέξει ποτέ, ή αν ένιωθε κάτι γι' αυτόν. Μα ο Μανωλάκης, αγνός άνθρωπος, άβγαλτο παιδί της αγροτιάς, την ερωτεύθηκε βαθιά, με όλη τη δύναμη της νεανικής του καρδιάς. Με καμμιά δεν μπορούσε να τη συγκρίνει. «Ως κρίνον εν μέσω ακανθών», τόσο διαφορετική τού φαινόταν η αγαπημένη του ανάμεσα στ' άλλα κορίτσια. Την έκαμε σκοπό της ζωής του και άρχισε να ψάχνει τρόπους και ανθρώπους για να την πλησιάσει.  
 
Και φυσικά εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του πρώτα και καλύτερα, πού αλλού; Στον φίλο του. Εκείνος ενθουσιάστηκε. Και βάλθηκε, σαν φίλος του που ήταν, να συνδράμει στην περίσταση. Θα εύρισκε ανθρώπους κοντινούς της κοπέλας, να μεσολαβήσουν. Να μιλήσουν στους δικούς της, σε κείνη, όπου ήταν χρειαζούμενο, να δέσει το πράγμα, να πάρει σάρκα και οστά το μεγάλο όνειρο του Μανωλάκη. Κι αρχίσανε λοιπόν τα πάρε-δώσε του φίλου για τον μεγάλο σκοπό.  
 
Και πρώτη του κίνηση βέβαια ήταν να τη δει κι ο ίδιος από κοντά, να αποκτήσει ιδία αντίληψη περί του θέματος, όπως έλεγε. Να μην ξέρει ο άνθρωπος για ποιο πράγμα αγωνίζεται; Και φυσικά, θαμπώθηκε από την ομορφιά της κι αυτός. Και εδώ ήταν που άρχισαν τα πράγματα να μετράνε αντίστροφα. Ο σπουδαίος φίλος δεν δίστασε καθόλου να αλλάξει ρόλο παρευθύς. Κι από προξενητής, βρέθηκε να κυκλοφοράει για γαμπρός. Τα 'φερε από δω, τα 'φερε από κει, με το ένα, με το άλλο, κατάφερε στο τέλος ο καλός σου με τη μαεστρία του, βάζοντας τον ερωτευμένο φίλο του να κοιμάται στα χαμομήλια, να φτιάξει τη δουλειά του τέλεια. Και ώσπου να πάρει είδηση ο βαθιά νυχτωμένος, ανίδεος Μανωλάκης, τί παιχνίδια παίχτηκαν πίσω από την πλάτη του, ο καλύτερος φίλος του βρέθηκε παντρεμένος με την όμορφη Ανδριανή.  
 
Το νέο έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ψυχή του φτωχού Μανωλάκη. Αυτός κι αν έπεσε απ' τα σύννεφα! Νόμισε πως ζει εφιάλτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει το τί έγινε. Να τον εκμεταλλευθεί ο έμπιστος φίλος του τόσο αισχρά! Ένιωσε τη ζωή του να γίνεται θρύψαλα στη στιγμή. Είδε τις δυο μεγάλες του αγάπες ξαφνικά να κάνουν φτερά. Ο καλύτερος φίλος του να τον προδίδει θανάσιμα! Η αγαπημένη του να χάνεται οριστικά απ' τη ζωή του, να ανήκει παντοτινά πλέον σε άλλον! Τα μάτια του θάμπωσαν, το μυαλό του σκοτίστηκε, η καρδιά του σταμάτησε. Η ζωή έφυγε απ' το κορμί του. Ο Θεός τον φώτισε και δεν άρπαξε την καραμπίνα να σκοτώσει και να σκοτωθεί.  
 
Μα στο εξής τα πάντα μαράθηκαν μέσα του. Το όμορφο παλικάρι μαράζωσε, η νιότη του φυλλορρόησε, μάδησε σαν το κομμένο τριαντάφυλλο. Μια βαθειά δυστυχία θρονιάστηκε στην ψυχή του. Κατάντησε άνθρωπος μισερός. Οι δικοί του φοβήθηκαν πως θα τον χάσουν. Τους αγαπούσε πολύ κι έκανε το παν για να μην υποφέρουν μαζί του. Μα η ζωή του είχε μόνιμα σακατευτεί. Δεν μπόρεσε να συγχωρέσει ποτέ τον ύπουλο φίλο του. Τον μίσησε με όλη τη δύναμή του. Δεν θέλησε ποτέ του να τον ξαναδεί. Και ποτέ ξανά δεν ανάφερε το όνομά του. Ήταν γι' αυτόν πλέον ο «ακατονόμαστος».  
 
Και η Ανδριανή; Έμαθε ποτέ για τον μεγάλο του έρωτα; Της μίλησε άραγε ποτέ γι' αυτό ο «ακατονόμαστος»; Δεν μπορούσε να ξέρει. Ούτε είχε τρόπο να μάθει. Μα δεν είχε και νόημα φυσικά. Ήταν πολύ τίμιος για να αρχίσει να σκαλίζει. Δεν είχε τίποτε να βγάλει.  
 
Αυτός δεν το ήξερε, μα η κοπέλα, μια και ζούσε στο χωριό τους πια, έμαθε κάποτε, σε χρόνια βέβαια, την πικρή αλήθεια. Μια βαθειά συμπάθεια την πλημμύρισε για το πληγωμένο παλικάρι, που, ούτως ή άλλως από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, της είχε μιλήσει έντονα μέσα της. Μα τώρα δεν ωφελούσε τίποτα. Ήταν πολύ αργά για οτιδήποτε. Είχε πια οικογένεια, μικρά παιδιά να μεγαλώσει. Και ήταν κι αυτή πολύ τίμια για να σκαλίσει οτιδήποτε παραπέρα.  
 
Ας όψεται ο «ακατονόμαστος»!  
Και να τον έχει τώρα κοντά του στην πιο θανάσιμη πάλη της ζωής του, εδώ που παίζονταν όλα για όλα ανά πάσα στιγμή! Πώς γίνονται τέτοιες απίθανες, τόσο ανεπιθύμητες συμπτώσεις; Ποιο μακάβριο πεπρωμένο εμπαίζει σαδιστικά τον πόνο του; Χάθηκαν οι επιλογές στη σκακιέρα της ιστορίας; Ο νεαρός στρατιώτης ένιωσε την ψυχή του να λυσσομανά. Δεν έφτανε η προσωπική του μέχρι τώρα τραγωδία, η φρίκη του πολέμου, η ανήκουστη κακουχία που τους κατάντησε αγριμικά και θεριά. Θα είχε μπροστά του στο εξής και τον προσωπικό του δήμιο παντού, να τον βασανίζει ανελέητα. Ε, όχι πια! Δεν ήταν δα και υπεράνθρωπος! Πόσο θα κράταγε ακόμα; Η αίσθησή του ήταν πως όλα αυτά ξεπερνούσαν αφάνταστα τις αντοχές του. Η ψυχή του μαύρισε, έσπασε, γονάτισε.  
 
Και ο πόλεμος, που από αισθήματα κι ανθρώπινους καημούς και πόνους δεν ένιωθε, συνεχιζόταν αμείλικτος. Μα ο νεαρός στρατιώτης άρχισε τώρα να τα βλέπει όλα με παγερή απάθεια. Λίγο τον ένοιαζε πια η ζωή του, έχασε το νόημά της γι' αυτόν. Προκαλούσε ανοιχτά την τύχη του. Περιγελούσε ψυχρά τον θάνατο, γινόταν προκλητικά παράτολμος, έβγαζε το άχτι του βουτώντας απερίσκεπτα στους κινδύνους. Οι ανώτεροί του έτρεμαν στη σκέψη να χάσουν από ανοησίες τον καλύτερο στρατιώτη τους. Προσπαθούσαν μάταια να τον λογικέψουν. Θυμόταν μόνο, πού και πού, τη μάνα του την πονεμένη και τις αδελφές του, που θα μαυροφορούσαν στα νιάτα τους, και μάτωνε η καρδιά του πικρά.  
 
Τα Χριστούγεννα κόντευαν. Μα ποιος τα θυμόταν; Το καθημερινό χαροπάλεμα συνεχιζόταν όλο και πιο άγριο. Οι εξουθενωμένοι μαχητές βρισκόντουσαν σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση. Το σύνταγμά τους είχε αγκιστρωθεί σε απόκρημνο ορεινό όγκο, απ' τους πολλούς που αφθονούσαν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Σκορπισμένα περιμετρικά τα τρία τάγματά του, παρέμεναν καθηλωμένα για μέρες κάτω απ' τον καταιγισμό των εχθρικών πυροβόλων. Η προέλασή τους κοβόταν απ' το απότομο ρεύμα του ποταμού που έγλειφε τη χιονισμένη κατωφέρεια μπροστά τους. Με εντολή του συνταγματάρχη μια διλοχία, επιχειρώντας νυχτερινή παράτολμη έφοδο, κατάφερε να διεισδύσει στην απέναντι όχθη. Σχημάτισε μικρό προγεφύρωμα, μα χωρίς υποστήριξη, αποκομμένη, κινδύνευε να αφανιστεί. Ο νεαρός στρατιώτης ήταν στο προγεφύρωμα.  
 
Η προωθημένη μονάδα, οχυρωμένη πρόχειρα, βρισκόταν τώρα στο μάτι του κυκλώνα. Ο ταγματάρχης-διοικητής της, ψάχνοντας απεγνωσμένα για προκάλυψη, έβγαλε βιαστικά αναγνωριστική περίπολο. Γλιστρώντας αθόρυβα οι πέντε οπλίτες της, προσπάθησαν να ψηλαφήσουν στα σκοτάδια της νύχτας το ανάγλυφο της περιοχής. Κόντευαν να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, όταν σε κοντινή απόσταση αντιλήφθηκαν ύποπτη κίνηση. Εχθρικό απόσπασμα, δυο διμοιρίες τουλάχιστον, κατευθυνόταν προσεκτικά προς τη θέση της διλοχίας για αιφνιδιαστική προσβολή.
 
Οι άντρες της περιπόλου ακροβολίστηκαν στη στιγμή και κινήθηκαν προς τα πίσω, μα η απόσταση που τους χώριζε από την εχθρική ομάδα ήταν πολύ μικρή. Δεν μπορούσαν να τρέξουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι δυο παρέμειναν επί τόπου. Με τα φορητά τους αυτόματα άνοιξαν ομαδικό ξαφνικό πυκνό πυρ καταπάνω στον εχθρό, για να καλύψουν τη διαφυγή των υπολοίπων. Στη συνέχεια οι τρεις από ασφαλέστερη θέση κάλυψαν την υποχώρηση των δύο. Ο εχθρός αλαφιάστηκε, πισωγύρισε, αναδιπλώθηκε σαν ερπετό, ρίχτηκε με λύσσα στην αντεπίθεση. Η διλοχία βρέθηκε ακαριαία στο πόδι, εφόρμησε, κατάφερε να σπάσει την ορμή του, καθήλωσε προσωρινά το θεριό.  
 
Μα απ' την περίπολο γύρισαν μόνο οι τέσσερις. Ο πέμπτος δεν τα κατάφερε. Μέσα στη σύγχυση των διασταυρούμενων πυρών, μια ριπή τον πρόλαβε στα πόδια, ενώ έτρεχε να καλυφθεί στο κοίλωμα ενός βράχου. Η αριστερή του κνήμη έσπασε. Ο δεξιός μηρός γαζώθηκε, μα δεν πειράχτηκε το κόκκαλο. Σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στη βάση της πέτρας. Αδύνατον να κάνει βήμα. Η μάχη γύρω του μαινόταν. Η κρυάδα του θανάτου τον περόνιασε από πάνω ως κάτω μονομιάς. Είτε από σφαίρες, είτε από αιμορραγία, κατάλαβε πως ήταν λίγα τα ψωμιά του.  
 
Το πρωί βρήκε τους αντιπάλους στις πρόχειρες οχυρώσεις τους. Ο αγνοούμενος στρατιώτης θεωρήθηκε νεκρός. Ο διοικητής σκεφτόταν με πρώτη ευκαιρία να τον περιμαζέψει για ταφή. Με τα κιάλια του χτένιζε το πεδίο της νυχτερινής μάχης. Δεν άργησε να τον εντοπίσει, καθώς βρισκόταν σε σημείο υπερυψωμένο, καθαρό από βλάστηση, αλλά και εμφανές εκατέρωθεν των αντιμαχομένων. Ο πεσμένος στρατιώτης προστατευόταν προσωρινά από τα εχθρικά βλέμματα από μικρό πέτρινο κοίλωμα, αλλά κάθε πρόσβαση σ' αυτό ήταν απόλυτα εκτεθειμένη, χωρίς την παραμικρή κάλυψη. Ο ταγματάρχης εκτίμησε την κατάσταση στα γρήγορα. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να ρισκάρει τίποτε στο φως της μέρας, καθώς η περιοχή βρισκόταν μέσα στο δραστικό βεληνεκές των εχθρικών όπλων. Δίσταζε να διακινδυνεύσει άλλες ζωές. Θα περίμενε τη νύχτα.  
 
Και ενώ ετοιμαζόταν να κατεβάσει τα κιάλια του, ο πεσμένος κουνήθηκε. Ο ταγματάρχης αναπήδησε.  
- Μα είναι ζωντανός! ανέκραξε κατάπληκτος.  
 
Τα δεδομένα τώρα άλλαζαν άρδην. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τραυματία στο έλεος του εχθρού. Ούτε μπορούσε να ξέρει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο πληγωμένος. Ίσως να είχε χάσει πολύ αίμα. Θα άντεχε μες στην παγωνιά ως τη νύχτα; Μια ομάδα διάσωσης οργανώθηκε στο λεπτό. Ο εμπειρότατος νεαρός στρατιώτης Μανουήλ επιλέχθηκε από τους πρώτους.  
 
Με μεγάλη προσοχή και σχεδόν έρποντας, έφτασαν μέχρι το τελευταίο σημείο που τους παρείχε κάλυψη. Και τώρα; Μπροστά τους απλωνόταν το γυμνό ξέφωτο. Αδύνατο να προχωρήσουν αθέατοι. Θα πλήρωναν ακριβά την τόλμη τους. Τα πολυβόλα θα τους θέριζαν στο λεπτό. Βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία.  
 
Ο νεαρός στρατιώτης, εξασκημένος στον ανορθόδοξο πόλεμο, ανέλαβε πρωτοβουλία. Με παράτολμο θάρρος αναρριχήθηκε απ' την αθέατη κρημνώδη πλευρά και έφτασε στο χείλος του βράχου που προστάτευε τον τραυματία. Μα πόση ήταν η έκπληξή του και η ψυχρολουσία που δέχτηκε, όταν είδε μπροστά του, ποιον άλλον; Τον «ακατονόμαστο»! Δεν είχε μάθει από πριν το όνομα του τραυματία, ή μπορεί και σκόπιμα να του το κρύψανε. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.  
 
- Ώστε για σένα, βρε σκυλί, ξεσκίστηκα να φτάσω ως εδώ στα βράχια και τους γκρεμούς; Όχι, βρε αναίσχυντε, χίλιες φορές όχι! Δεν θα σου την κάνω τη χάρη! Εδώ θα μείνεις, να πεθάνεις! Να σε ρημάξουν ζωντανό, να σε φάνε τ' αγρίμια!  
 
Ήταν τόση η φούρκα του, που κάθισε κάτω τρέμοντας. Ένιωσε το κορόιδο της υπόθεσης, όπως ξανά και ξανά στο παρελθόν. Μα να, που τώρα είναι στο χέρι του να βγάλει μια και καλή το άχτι του. Η αγανάκτηση ορθώθηκε πελώριο κύμα μέσα του. Καιρός να πληρωθούν εδώ και τώρα όλοι οι παλιοί λογαριασμοί. Έχει ο καιρός γυρίσματα, δεν λένε;  
 
Σκυφτός ο τραυματίας, ξεματωμένος, παγωμένος, χλωμός, ίσα που ανάσαινε. Δεν σάλεψε καθόλου. Δεν άνοιξε το στόμα μου να πει ούτε λέξη. Δεν σήκωσε μάτια να τον κοιτάξει.  
 
- Δεν μιλάς τώρα, παλιόπραμα, δεν σε παίρνει, ε;  
- Δεν έχω τίποτα να πω, μουρμούρισε τελικά ξεψυχισμένος ο άλλος. Δεν είμαι παρά ένας θεομπαίχτης. Αν θέλεις, συχώρεσέ με!  
- Τί να συχωρέσω, βρέ, αθεόφοβε; ούρλιαξε ο νεαρός στρατιώτης ξέφρενος. Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω; Καταραμένος να 'σαι, που θέλεις και συγχώρεση!  
- Εγώ πεθαίνω, μου αξίζει, μα έχω μικρά παιδιά! ψιθύρισε με κόπο ο τραυματίας. Μην πάρουν την κατάρα μου πάνω τους. Κάν' το για κείνα! Κάν' το για κείνη!  
Και έγειρε στο υγρό χώμα αποκαμωμένος.  
 
Ο νεαρός στρατιώτης χτυπιόταν απ' τον θυμό του. Μα βλέποντάς τον πεσμένο κάτω, σχεδόν νεκρό, άρχισε να καταλαγιάζει το πρώτο του φούντωμα. Δεν ήταν κακός, αντίθετα! Μα ξέσπαγε τώρα η πίκρα μιας ολάκερης ζωής. Στη σκέψη του ήρθε όντως εκείνη (μα μήπως είχε φύγει και ποτέ;) και τα παιδιά της. Ποιος ήταν στ' αλήθεια αυτός που θ' αποφάσιζε για την τύχη τους; Έγινε μήπως «ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων»; Αυτός θα κανόνιζε τώρα ποιος είναι να ζήσει και ποιος να πεθάνει; Και ποιον σταυρό θα κουβαλήσει ο καθένας; Θα βύθιζε στη δυστυχία της ορφάνιας αθώα μικρά παιδιά και στη χηρεία την αγαπημένη του ψυχή;  
 
Κατάλαβε πως η εκδίκησή του θα 'σπερνε πίσω της καταστροφή. Όχι! Ποτέ του δεν ήθελε το κακό των ανθρώπων. Δεν θα το 'κανε λοιπόν ούτε τώρα. Αλλά καιρός τότε να βιαστεί. Δεν είχε τη μέρα ολόκληρη δική του. Άδραξε παρευθύς τον πληγωμένο στα στιβαρά του μπράτσα, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Δεν μπορούσε να ξαναπεράσει φορτωμένος τους απότομους γκρεμούς από όπου σκαρφάλωσε νωρίτερα. Η μόνη διέξοδος ήταν το γυμνό ξέφωτο. Θανάσιμο ρίσκο, μα δεν είχε επιλογή.
 
Έκανε σινιάλο στην ομάδα του για κάλυψη και με τον τραυματία στους ώμους έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένας πυκνός φραγμός πυρός με συνεχείς βολές κατά ριπάς υψώθηκε πάραυτα για να τον προστατέψει. Μα κι ο εχθρός δεν αδρανούσε. Τα πολυβόλα του απάντησαν αμέσως. Στην κόλαση της φωτιάς, μ' ένα τρελό ζικ-ζακ ο νεαρός στρατιώτης κόντεψε ν' αγγίξει το θαύμα, μα η σφαίρα που τον έψαχνε επίμονα δεν είχε την ίδια γνώμη. Ένιωσε το φλογισμένο χάδι της στα σωθικά του, μα έσφιξε τα δόντια του για ένα τελευταίο σάλτο, που τον έφερε σχεδόν στην αγκαλιά της ομάδας του.  
 
Με το που εντόπισε τις θέσεις του εχθρού από το πρόχειρο παρατηρητήριο ο διοικητής, πρόσταξε αμέσως βολές όλμου πάνω στα πολυβολεία του. Έτσι η ομάδα διάσωσης με τους δυο βαριά πληγωμένους κατάφερε να φτάσει ασφαλής στη βάση της.  
 
Στο αντίσκηνο-χειρουργείο με ανύπαρκτα μέσα δόθηκε η κρίσιμη μάχη για τη ζωή τους. Εξαντλημένος απ' την αιμορραγία και την παγωνιά ο «ακατονόμαστος», πήρε με τη φροντίδα λίγο-λίγο να συνέρχεται. Τα τραύματα στα πόδια του ήταν θεραπεύσιμα. Μα ο νεαρός στρατιώτης την είχε άσχημα. Η σφαίρα που τον τρύπησε απ' το πλευρό, θέρισε ζωτικά του όργανα. Δυο μέρες χαροπάλευε. Ξημέρωναν Χριστούγεννα, χωρίς να πάρει ακόμα το καλύτερο.  
 
Δεν είχε καλοφέξει καν, όταν απ' το κοντινό αντίσκηνο ακούστηκαν μουρμουρητά, κουβέντες, σούσουρο, ώσπου τελικά ξεκαθάρισαν στ' αυτιά του ψαλμωδίες. Ξαφνιάστηκε. Πώς έφτασε ως εκεί παπάς; Ο συνταγματάρχης είχε στείλει τον στρατιωτικό ιερέα του συντάγματος για να λειτουργηθούν τα παιδιά, να μεταλάβουν, μέρα που ξημέρωνε. Κανα-δυό φαντάροι πάλευαν να ψαλμωδήσουν τις χριστουγεννιάτικες υμνωδίες. «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί…», «Η Παρθένος σήμερον…» και άλλα. Του φάνηκε τόσο παράξενο μέσα στη φρίκη του πολέμου, στην άγρια ερημιά και στους φρικτούς του πόνους να ακούει λόγια ιερά, γιορτινά, που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια του. Βαθειά συγκίνηση και γαλήνη απλώθηκαν στην ψυχή του. Ο τραχύς στρατιώτης αναλύθηκε σε κλάμα. Μα το ίδιο συνέβαινε και με τον άλλο τραυματία δίπλα του.
 
- Δεν ξέρω αν θα ξανάχω την ευκαιρία, μα θα 'θελα να σου πω το μεγάλο μου ευχαριστώ, που θυσιάστηκες για μένα, τον εχθρό σου! είπε με τρεμάμενη φωνή εκείνος. Μακάρι να μπορέσω κάποτε να στο ανταποδώσω.  
- Δεν βλέπω εχθρό μου πουθενά! Ούτε σε σένα, Χρήστο! (για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πρόφερε ξανά το όνομα του φίλου του). Άλλωστε φεύγω πια! Το 'πε η μάνα μου η μεγάλη, η Παναγιά, στη μάνα μου απόψε, στο όνειρό μου. Την είδα στο φτωχικό μας απαρηγόρητη να κλαίει, να χτυπιέται. Μα ήρθε αντίκρυ της και εστάθη η Παναγιά, μαυροφορούσα και σεμνή, με μάτια φωτεινά και πρόσωπο γλυκό, καλοσυνάτο.  
 
- Φτάνουν τα δάκρυα και οι καημοί σου, κόρη μου! της είπε. Το παιδί σου θα το πάρω εγώ κοντά μου πια. Μην κλαις και μην ανησυχείς άλλο γι' αυτό. Τέλειωσαν οι πίκρες και τα βάσανά του. Τώρα θα είναι και δικός μου γιος. Σήμερα κιόλας θα 'ναι μαζί μου στον Παράδεισο.  
 
Κι ακούμπησε την άχραντη παλάμη της η Παναγιά στ' αυλακωμένο πρόσωπο της μάνας μου. Πήρε τα δάκρυά της, το γαλήνεψε. Κι έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο ν' ανθίσει στα πικραμένα χείλη της.  
 
Κι ενώ απόσωνε ο στρατιώτης την κουβέντα του, πρόβαλε στην πόρτα της σκηνής χρυσοντυμένος ο παπάς με τ' άγιο Δισκοπότηρο. Σαν να 'ταν μιλημένος, προχώρησε και στάθηκε στο μαξιλάρι του. Άπλωσε το ιερό μάκτρο πάνω του και πρόφερε σιγανά και ιερόπρεπα:  
- «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μανουήλ Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον»!  
 
Ο στρατιώτης ένιωσε πως είχε κιόλας αναλάβει τη φροντίδα του η μάνα του η Παναγιά. Κοινώνησε ευλαβικά. Έκανε τον σταυρό του και είπε ψιθυριστά:  
 
- «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου»!  
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, έγειρε ελαφρά το κεφάλι στο πλάι και παρέδωσε ειρηνικά και γαλήνια το πνεύμα του.  
 
Απλά και αθόρυβα, μέσα απ' τις βροντές του πολέμου, ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ αναχώρησε. Την ώρα που το θείο Βρέφος, ο Εμμανουήλ, κατέβαινε από τον ουρανό για το σπήλαιο της Βηθλεέμ, ένα άλλο βρέφος λευκοφορεμένο -η ψυχή του νεαρού στρατιώτη Μανουήλ- ανέβαινε από τη γη στα ουράνια, για το βασίλειο της Εδέμ. Δορυφορούμενα από αγγέλους τα δυο βρέφη, συναπαντήθηκαν στον αέρα και, κατά τρόπο ανερμήνευτο για μας, παρέμειναν έκτοτε για πάντοτε μαζί.  
Δυο γράμματα έφτασαν στο μικρό χωριό.  
 
Το ένα για την οικογένεια του στρατιώτη από τον διοικητή του, που με το γνωστό στερεότυπο ύφος γνωστοποιούσε ότι ο γιός τους, «διά υποδειγματικήν εκτέλεσιν του καθήκοντος και επιδειχθείσαν αυτοθυσίαν» κ.λ.π. κ.λ.π., «κατετάγη εις το πάνθεον των ηρώων» κ.λ.π.  
 
Το άλλο για την Ανδριανή από τον άντρα της, που την πληροφορούσε για τα καθέκαστα. Διαβάζοντάς το εκείνη, έτρεξε βιαστικά στην κάμαρά της, καθώς δυο δάκρυα καυτά κυλούσαν στα μάγουλά της. Ύψωσε μάτια και χέρια προς τα εικονίσματα και άφησε ελεύθερη την καρδιά της, για πρώτη και τελευταία φορά, να απευθυνθεί μυστικά στον νεαρό στρατιώτη:  
- Σ' ευχαριστώ, αγαπημένη μου ψυχή, σ' ευχαριστώ! Πορεύου εν ειρήνη, ζήσε εκεί παντοτινά τη χαρά που δεν γεύτηκες ποτέ στη ζωή σου εδώ!  
 
Χριστούγεννα 2020 
 
 
 

To Φως το της Γνώσεως

Posted: 25 Dec 2020 09:00 AM PST

Του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
 
«Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως». 
 
Ας σκεφτούμε καλύτερα το νόημα του μεγάλου αυτού λόγου «το φώς το της γνώσεως». Μήπως πρόκειται για το φως της διανοίας; Όχι, όχι, το νόημα είναι πιο βαθύ. Δεν φωτίζεται η κάθε διάνοια από το φως το αληθινό. Ακόμα και ο θαυμάσιος νους των μεγαλυτέρων φιλοσόφων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν φωτίζονταν από το φως της αληθείας, ενώ η διάνοια μερικών άλλων φιλοσόφων ήταν τόσο σκοτισμένη, ώστε αρνούνταν και μεγάλες πνευματικές αλήθειες. 
 
Ασύγκριτα μεγαλύτερη του ανθρώπινου νου είναι η διάνοια του διαβόλου και των αγγέλων του. Αλλά σίγουρα στερούνται αυτοί της οποιασδήποτε κοινωνίας με το φως και έτσι αποτελούν πηγή του βαθύτερου σκότους. 
 
Η γνώση, λοιπόν, την οποία έφερε στον κόσμο ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το θείο φως, το οποίο φωτίζει τον κόσμο. Στο στενό σπήλαιο της Βηθλεέμ την μεγάλη εκείνη ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού άναψε για μας το θείο αυτό φως, το οποίο όσο μεγάλωνε ο Χριστός, φτάνοντας σε μέτρο ηλικίας τελείου ανδρός, τόσο δυνατότερα έλαμπε και τελικά έφτασε στο σημείο να είναι η λάμψη του αμέτρητες φορές λαμπρότερη της λάμψης του ήλιου. Επειδή το φως του Θεανθρώπου Ιησού, ο οποίος είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είναι το θειο φως. 
 
Στην Αγία Γραφή ο ίδιος ο Θεός και ο προαιώνιος Υιός Του ονομάζονται φως. Στην πρώτη καθολική επιστολή του ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Και αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν υπ' αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως έστι και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιω. 1,5). Και στο πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γράφει: «Οίδαμεν δε ότι ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν· και έσμεν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ, ούτός έστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α΄ Ιω. 5, 20). 
 
Ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιω. 12, 46), Και άλλη μεγάλη αλήθεια για την ουσία του Θεού, μας αποκάλυψε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, λέγοντας ότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4, 16). 
 
Το φως, λοιπόν, της γνώσεως το οποίο έλαμψε στον εθνικό κόσμο με την ενσάρκωση του Υιού του Θεού από την Παρθένο Μαρία είναι ταυτόχρονα το επουράνιο φως της γνώσεως του Θεού που φανερώνει τις σημαντικότερες ιδιότητες της ουσίας Του, οι οποίες είναι το θείο φως και η υπερτέλεια αγάπη. Με την λαμπροφόρα διδασκαλία Του, την οποία πάντα επιβεβαίωνε με τα θαύματα, και με τις εντολές Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός έδειξε ότι είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, και με το θάνατό Του πάνω στο φρικτό σταυρό φανέρωσε ότι είναι και απέραντη θεία αγάπη. 
 
Ας διαβάσουμε και άλλη μια φορά το απολυτίκιο των Χριστουγέννων: 
 
«Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως· εν αύτη γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, Σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και Σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν, Κύριε δόξα σοι». 
 
Στην Ανατολή, σε μία μακρινή χώρα, όπου ζούσαν σοφοί, οι οποίοι ερευνούσαν την πορεία των άστρων και στην αγνωσία τους θεοποιούσαν τα ουράνια σώματα, έλαμψε το θείο φως. Οι μάγοι εντυπωσιάστηκαν από την εμφάνιση ενός πρωτοφανούς άστρου, το οποίο ακολουθούσε μία ασυνήθιστη πορεία και σαν κάπου να τους οδηγούσε. Μακρύς ήταν ο δρόμος και τελικά το άστρο σταμάτησε πάνω από ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου είδαν οι μάγοι τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, που φώτισε τον κόσμο και Τον προσκύνησαν. Ας ακολουθήσουμε και εμείς τους μάγους και ας πάμε μαζί τους με φόβο στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και ας Του προσφέρουμε τις καθαρές και γεμάτες πίστη καρδιές μας. Αμήν.  
 
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγος στη Γέννηση του Χριστού 
 

Η Γέννηση του Χριστού - Διδαχές των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας (βίντεο)

Posted: 25 Dec 2020 08:00 AM PST

από το κανάλι Όρος Αλατόμητον 
 
10 Εμπνευσμένες Διδαχές των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. 
Υπότιτλοι: Ελληνικά, English. 
Γλώσσα: Αγγλικά. 
Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Προεόρτιο απολυτίκιο των Χριστουγέννων, Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, Άγιος Λέων ο Μέγας Πάπας Ρώμης, Άγιος Αυγουστίνος Ιππώνος, Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ

Posted: 25 Dec 2020 07:00 AM PST

Του π. Δημητρίου Μπόκου 
 
Έλεγε κάποιος στον π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο τους λόγους, που τον εμπόδιζαν να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του:
 
- Δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος! Αυτός έφταιξε κι όχι εγώ! Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος κι εγώ μεγαλύτερος.  
- Δεν μου λες, ρώτησε ο πνευματικός, ποιός είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;  
- Μα θέλει και ρώτημα; Ο Θεός βέβαια!  
- Και ποιός έφταιξε στον άλλο; Ο Θεός σ' εμάς ή εμείς στον Θεό;  
- Εμείς φταίξαμε στον Θεό.  
- Και ποιός έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στον Θεό ή ο Θεός ήρθε σ' εμάς;
- Ο Θεός ήρθε σ' εμάς.  
- Λοιπόν;  
- Λοιπόν, …σας ευχαριστώ! Έχετε δίκιο. Εγώ θα πάω στον αδελφό μου!  
 
Ώστε ο Θεός, που είναι απείρως μεγαλύτερος και δεν μας έφταιξε καθόλου, κάνει την πρώτη κίνηση και έρχεται για συμφιλίωση. Έρχεται με μόνο κίνητρο την αγάπη. Θέλει μόνο να μας δώσει την ευκαιρία ν' αφήσουμε την έχθρα που, όχι αυτός, αλλά εμείς έχουμε γι' αυτόν, να συμφιλιωθούμε μαζί του. Γι' αυτό και κλίνει ουρανούς, αφήνει δηλαδή το μεγαλείο του και έρχεται κοντά μας ταπεινός. Σαν ένας από μας, ίσος με εμάς, ακόμα και παρακάτω από μας, αφού λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλ. 2, 7).  
 
Η ενανθρώπηση του Χριστού, γι' αυτόν είναι ταπείνωση. Κι όμως αυτός χαίρεται να είναι μικρός ανάμεσά μας, να τρέχει πίσω μας σαν υπηρέτης (Λουκ. 22, 27), να μας παρακαλεί σαν μικρότερος να γυρίσουμε κοντά Του. Κι εμείς; Θεωρούμε ταπεινωτικό να πλησιάσουμε έναν τέτοιο Θεό; Είναι μειωτικό για μας να ανταποκριθούμε στην τόση αγάπη Του;  
 
Μα, θα ειπεί κανείς, εμείς αγαπάμε τον Θεό. Τον θέλουμε κοντά μας. Ξεχνάμε όμως ότι αυτό δεν γίνεται απλά με τα λόγια, αλλά είναι στάση και τρόπος ζωής. Δείχνουμε την αγάπη μας προς τον Θεό, μόνο αν αγαπάμε την εικόνα του επί της γης, τον άνθρωπο. Πώς γίνεται να αγαπάμε τον Θεό και να 'χουμε έχθρα με την εικόνα Του, τον κάθε μας συνάνθρωπο; (Αʹ Ιω. 4, 20).  
 
Αν θέλουμε το γεγονός της θείας Γέννησης να έχει κάποιο νόημα και για μας, ας ψάξουμε τον Θεό ενσαρκωμένο στα πρόσωπα των αδελφών μας και όχι στο εμπορικό εορταστικό κατεστημένο των ημερών μας. Κι αν μας χωρίζει κάτι από αυτούς, ας κάνουμε εμείς την πρώτη κίνηση, ακόμα κι αν δεν φταίμε. Ας κατεβούμε από το «ύψος» μας για να τους συναντήσουμε.  
 
Αν ο Θεός κατέβηκε κοντά μας από απέραντη αγάπη για μας, οφείλουμε κι εμείς αγάπη μεταξύ μας. Μονάχα τότε γνωρίζουμε τον Θεό, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί» (Αʹ Ιω. 4, 8 και 11). Τότε ο Χριστός όχι απλώς θα γεννηθεί μέσα μας, αλλά θα έλθει με τον Πατέρα Του και θα κάνει την καρδιά μας μόνιμο τόπο κατοικίας του (Ιω. 14, 23).  
 
Μπροστά στην ένσαρκη εικόνα του Θεού μας, στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, ας σταθούμε λοιπόν ευλαβικά. Αλλιώς, Χριστούγεννα θα 'ρχονται και θα φεύγουν αδιάκοπα, μα δεν θα μας αφήνουν τίποτε. Το νόημά τους θα τελειώνει με το ξεκοκκάλισμα της γαλοπούλας (Olivier Clement). (ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 353, Δεκ. 2012)

Χριστούγεννα στο Βυζάντιο. Πως γιόρταζαν οι πρόγονοί μας της μεγάλη αυτή εορτή;

Posted: 25 Dec 2020 06:00 AM PST

Του Φαίδωνος Κουκουλέ 
 
Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως, τα γενέθλια του Ιησού,γιορτή που ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει "την σεμνότερη και μητέρα όλων των γιορτών", δεν είναι ίσως σε πολλούς γνωστό, ότι, ως αυτοτελής γιορτή, δεν γιορταζόταν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τότε κατά την 5η Ιανουαρίου, από το τέλος της τρίτης εκατονταετηρίδας, γιορτάζονταν τα Επιφάνεια και μαζί με αυτήν γιορτάζονταν και η γέννηση του Χριστού.
 
Ως ιδιαίτερη μέρα γιορτής των Χριστουγέννων ορίστηκε κατά τον 4ο αιώνα στη Δύση η 25η Δεκεμβρίου, μετά από πολλές συζητήσεις και διχογνωμίες, αφού πουθενά στην Παλαιά ή στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται ποιον μήνα και ποιαν μέρα γεννήθηκε ο Κύριος. Ορίστηκε λοιπόν η γιορτή των Χριστουγέννων από την Εκκλησία, που επιθυμούσε να αντικαταστήσει με χριστιανική γιορτή την ειδωλολατρική γιορτή του αήττητου Ήλιου, που γιορτάζονταν την ημέρα εκείνη.
 
Στην Ανατολή η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνος, όπως βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του στην Αντιόχεια το 386. Είναι σίγουρο ότι μεταξύ των ακροατών και του ιεράρχου, υπήρχαν και αυτοί που αντιδρούσαν στην καθιέρωση της γιορτής τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όταν μάλιστα το 378 γιορτάστηκαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα στη Βασιλεύουσα, υπάρχουν μαρτυρίες ότι υπήρχαν και πάλι αντιδράσεις.
 
Όπως κι αν έχει, από την στιγμή που εισήχθηκε η γιορτή, επικράτησε χάρη στις ενέργειες σπουδαίων Ιεραρχών, και κυρίως του Χρυσόστομου, αλλά και του Γρηγορίου του Θεολόγου, του οποίου ο πρώτος στην Πόλη λόγος κατά την 25η Δεκεμβρίου 380 αρχιζε ως εξής: "Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε".
 
Οι Βυζαντινοί κατά την ημέρα των Χριστουγέννων φαίνεται ότι εντός του ναού σχημάτιζαν σπήλαιο και μέσα σε αυτό εναπόθεταν στρωμνή, στην οποία τοποθετούσαν ένα παιδί, που παρίστανε τον Ιησού. Αυτό με σαφήνεια μαρτυρεί ο Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον 83ο κανόνα της εν Τρούλλω συνόδου.
 
 
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχε συνήθεια για να τονωθεί η λεχώνα γυναίκα, ιδιαίτερα για το θηλασμό, να δίνουν το λεγόμενο λοχόζεμα, μια σούπα δηλαδή με σιμιγδάλι, αλλά και άλλα είδη, βούτυρο και μέλι. 
 
Το λοχόζεμα συνήθιζαν οι βυζαντινοί πρόγονοί μας να στέλνουν σε φιλικά σπίτια την επόμενη των Χριστουγέννων, προς τιμή των λοχείων της Παναγιάς. Το έθιμο αυτό δεν ενέκρινε η Εκκλησία και το απαγόρευσε αφού η Παναγία "ούκ έγνω λοχείαν". Η απαγόρευση αυτή όμως δεν εξάλειψε το έθιμο το οποίο συνεχιζόταν και στα κατοπινά χρόνια.
 
Κατά τις μεγάλες εορτές συνηθιζόταν να καλλωπίζονται οι οικείες, να στολίζονται οι πόρτες και τα παράθυρα και να καθαρίζονται οι δρόμοι. Αυτό γινόταν και κατά την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, οπότε «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής".
 
Κατά το Δωδεκαήμερο γνωρίζουμε ότι τα παιδιά γυρνούσαν τα σπιτια, από τις πρώτες πρωινές ώρες μεχρι το δειλινό και με αυλούς και με σύριγγες (μουσικό όργανο) έλεγαν τα κάλαντα. 
 
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων: 
«…Και όσοι κατ' αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…». 
 
Από τους στίχους πληροφορούμεθα ότι εκτός από τις ευχές, τα παιδία έλεγαν και εγκώμια προς τους νοικοκυραίους ανάλογα με τα σημερινά: "πολλά ΄παμε τ΄ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας", ζητώντας και την αμοιβή τους. 
 
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κάλαντα τα έλεγαν όχι μόνο παιδιά αλλά και ενήλικοι συνοδεία ορχήστρας, περιφερόμενοι μέχρι τη βαθειά νύυχτα, και δεν αποχωρούσαν από το σπιτι που καλαντούσαν, αν πρώτα δεν αμείβονταν. 
 
Και δυστυχώς δεν ήταν μόνο αυτοί που "ενοχλούσαν". Επειδή κατά την ημέρα αυτή, όπως και κατά τις επόμενες του Δωδεκαήμερου, γίνονταν οι μεταμφιέσεις, μασκαρεμένοι χτυπούσαν τις πόρτες, με φωνές και αστεϊσμούς ενοχλώντας τους οικοδεσπότες. 
 
Τις ημέρες των μεγάλων εορτών και ευχάριστων γεγονότων, υπήρχε η συνήθεια, κατόπιν αδείας του αυτοκράτορα, να γίνονται ιπποδρομικοί αγώνες για τους οποίους οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά παθιάζονταν. Έτσι λοιπόν την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν αγώνες στον Ιππόδρομο παρουσία του βασιλιά και πλήθους θεατών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν άρεσε στην Εκκλησία, η οποία θα προτιμούσε ο λαός να βρίσκεται στους ναούς και όχι στα στάδια. Η αντίδρασή της όμως δεν φαίνεται να είχε αποτέλεσμα, όσον αφορά την τέλεση των αγώνων. 
 
Το γιορτινό τόνο της ημέρας φυσικά τον έδιναν τα ανάκτορα, όπου γινόταν προετοιμασία για την πομπική μετάβαση του βασιλιά, την προέλευσιν ή πρόκενσον, όπως έλεγαν, από το ιερό παλάτι ως την Αγία Σοφία. 
 
Κατά τον Κων/νο τον Πορφυρογέννητο την ημέρα της του Χριστού γεννήσεως, ο βασιλιάς φορώντας την χλαμύδα και το στέμμα και συνοδευόμενος από πατρίκιους, συγκλητικούς και στρατηγούς, έβγαινε από τα ανάκτορα και διά μέσου της κεντρικής οδού της Βασιλεύουσας, της Μέσης Οδού, κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφία, επευφημούμενος από το λαό που του εύχονταν "πολλά τα έτη", "πολλοί υμίν οι χρόνοι", "πολυχρόνιοι ποιήσαι ο Θεός την αγίαν βασιλεία σου" και έψαλλαν σε ήχο τρίτο σχετικούς προς την ημέρα ύμνους. 
 
Όταν ο βασιλιάς έφτανε στη Μεγάλη Εκκλησιά, στον εξωνάρθηκα ο πραιπόζιτος του έβγαζε από το κεφάλι το στέμμα, προχωρώντας στον νάρθηκα συναντούσε τον πατριάρχη και μαζί έμπαιναν στον κυρίως ναό. Έπειτα, αφού έφτανε στο ιερό και προσκυνούσε, μετέβαινε στη θέση του στο μουτατώριον, από όπου σηκωνόταν, όταν ήταν η ώρα να κοινωνήσει. Κατά την επιστροφή στα ανάκτορα, σε πέντε σημεία της Πόλης οι Πράσινοι και οι Βένετοι τον επευφημούσαν και του απηύθυναν τις ίδιες ευχές. 
 
Ας σημειωθεί ότι κατά την μετάβασή τους στην Μεγάλη Εκκλησιά για τη γιορτή των Χριστουγέννων οι βασιλείς άκουγαν και ύμνους και ευχές και στα Λατινικά. 
 
Την λαμπρή και ένδοξη μέρα των Χριστουγέννων οι βασιλείς έδιδαν επίσημο γεύμα στα ανάκτορα, στο οποίο ήταν καλεσμένοι άρχοντες και αντιπρόσωποι ξένοι αλλά και δώδεκα φτωχοί κατά το παράδειγμα των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Όταν έτρωγαν, δεν ήταν καθισμένοι αλλά ανακεκλιμένοι κατά την αρχαία συνήθεια, ευχόμενοι κατά διαστήματα μεταξύ τους αλλά και προς τον βασιλιά τις ανάλογες με την ημέρα ευχές, ενώ οι καλλίφωνοι ψάλτες της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων έψαλλαν: "Η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως".
 
Την ημέρα αυτή εξαιτίας της ιερότητά της, με βασιλική διαταγή απαγορεύονταν να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται κάποιος που έκανε μικροπαραπτώματα, όχι όμως αν είχε υποπέσει σε σοβαρά εγκλήματα. Στο ίδιο πνεύμα, αποφυλακίζονταν, όσοι ήταν έγκλειστοι και εξέτιαν μικρές ποινές. 
 
Φαίδων Κουκουλές, "Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός"¨
 

Η εορτή των Χριστουγέννων (βίντεο)

Posted: 25 Dec 2020 05:00 AM PST

από το κανάλι Όρος Αλατόμητον

O Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιος γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 8.2.1959. Το 1973 εισήχθη στην Iερά Μητρόπολη Πάφου το δε 1976 μετά την αποφοίτηση του από το Α' Γυμνάσιο Πάφου χειροτονήθηκε Διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Πάφου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο Α'.
 
 
Ακολούθως σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1980, μετά το πέρας των σπουδών του, εισήλθε στο Άγιο Όρος και κατετάγη στις τάξεις των εκεί ασκουμένων και συγκεκριμένα στην Νέα Σκήτη. Το 1982 έλαβε το Μέγα σχήμα του Μοναχού και τον ίδιο χρόνο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και το 1983 χειροθετήθηκε σε Πνευματικό. Το 1987 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου της οποίας εξελέγη προϊστάμενος και ακολούθως αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. 
 
Για την περίοδο 1991-92 εξελέγη Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους. Το 1992 μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου και με την ευλογία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου επέστρεψε στην Κύπρο και δημιούργησε προσωρινά Αδελφότητα στη Μονή των Ιερέων στην Πάφο. 
 
Την 4η Νοεμβρίου 1993 εξελέγη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μαχαιρά. Την 11η Φεβρουαρίου 1999 εξελέγη ψήφω κλήρου και λαού Μητροπολίτης Λεμεσού, χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο την 14η Φεβρουαρίου 1999 και ενθρονίστηκε την ίδια μέρα. 
Ονομαστική εορτή: 18 Ιανουαρίου.

Το Ευαγγέλιο της Γέννησης του Χριστού (βίντεο)

Posted: 25 Dec 2020 04:00 AM PST

από το κανάλι Όρος Αλατόμητον 
 
Το Ευαγγέλιο της Γέννησης του Χριστού, σύμφωνα με το κατά Λουκάν Β΄ 1-20 και το κατά Ματθαίον Β΄ 1-23.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Posted: 24 Dec 2020 10:00 PM PST

Αγαπημένοι μας φίλοι σας ευχόμαστε ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ με υγεία και κάθε ευλογία του Κυρίου προσωπική και οικογενειακή.
 
Ας μείνουμε κοντά στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας αυτές τις Αγιες ημέρες και ας εορτάσουμε χριστιανικά και οικογενειακά όσο μπορούμε με αγάπη.
Ερχονται δύσκολες μέρες με μεγάλες δοκιμασίες για όλους μας και θα χρειαστούμε την Θεία Δύναμη του γεννηθέντος Κυρίου μας. 
Οσο μπορούμε ας βοηθήσουμε τον συνάνθρωπό μας που υποφέρει.
 
ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ

Ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Posted: 24 Dec 2020 09:00 PM PST

Ευαγγελική περικοπή για την Εορτή της Χριστού Γεννήσεως, 25/12/2020 
Ματθ. β΄ 1-12
 
1. Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα 2. λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. 3. Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ΄ αὐτοῦ, 4. καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ΄ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6. καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. 7. Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ΄ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 8. καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9. οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10. ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11. καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 12. καὶ χρηματισθέντες κατ΄ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι΄ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.  
 
Απόδοση στη Νέα Ελληνική  
 
Ο Ιησούς, λοιπόν, γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας επί του βασιλέως Ηρώδου. Και να, ήλθαν στην Ιερουσαλήμ μάγοι από την ανατολή. Και είπαν: 
 
— Πού είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων που γεννήθηκε πριν από λίγο; Είδαμε το αστέρι Του στην ανατολή και ήλθαμε να Τον προσκυνήσωμε. 
΄Όμως αυτό το έμαθε ο βασιλιάς Ηρώδης και ανησύχησε! Και μαζί του ολόκληρη η Ιερουσαλήμ! Συγκάλεσε λοιπόν σε σύσκεψη όλους τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού και άρχισε να τους ερωτάει: 
— Πού γεννιέται ο Χριστός; 
Και αυτοί του απάντησαν: 
— Στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας! Γιατί ο προφήτης λέγει τα εξής: Και συ Βηθλεέμ, περιοχή του Ιούδα, δεν είσαι καθόλου ελαχίστη ανάμεσα στους άρχοντες του Ιούδα. Γιατί από σένα θα βγει ένας ηγέτης, που θα ποιμάνει το λαό μου τον Ισραήλ. 
 
Τότε ο Ηρώδης εκάλεσε στα κρυφά τους μάγους και εξακρίβωσε από αυτούς, πότε άρχισε να φαίνεται αυτό το αστέρι. 
Και τους συνέστησε να πάνε στην Βηθλεέμ! Τους είπε: 
Να πάτε. Και να φροντίσετε να μάθετε, όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείτε για το παιδί. Και αν το βρείτε, να μου το αναγγείλετε. Για να πάω και εγώ να το προσκυνήσω. 
Αυτοί υπάκουσαν στον Βασιλιά και επήγαν. Και νά, το αστέρι που είχαν δεί στην ανατολή, επήγαινε μπροστά· μέχρι που επήγε και εστάθηκε πάνω από το μέρος που βρισκόταν το Παιδί. Αυτοί όταν είδαν το αστέρι να σταματάει, αισθάνθηκαν πολύ μεγάλη χαρά. Και εμπήκαν με θάρρος στο σπίτι· και είδαν εκεί το Παιδί και την μητέρα Του την Μαρία· Και έπεσαν και το επροσκύνησαν· και άνοιξαν τις αποσκευές τους και του πρόσφεραν δώρα· χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. 
 
Και μετά, έφυγαν για την πατρίδα τους από άλλο δρόμο. Γιατί τους αποκαλύφθηκε με όνειρο, να μην ξαναπάνε στον Ηρώδη.
 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΔΥΣΤΟΠΙΚΟ ΕΦΙΑΛΤΗ

Posted: 24 Dec 2020 12:00 PM PST

Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
 
Δυστοπικό κατοχικό έτος 1. Άλλοι καιροί πια. Τα πάντα γύρω μας έχουν ανατραπεί, ο κόσμος μας αναποδογυρίστηκε, όλη μας η ζωή, όπως την ξέραμε, έχει άρδην αλλάξει. Πάλι ήρθαν βέβαια τα Χριστούγεννα, πάλι φωταγωγήθηκαν οι πόλεις και στολίστηκαν τα σπίτια. Ποιος όμως τολμά να ισχυριστεί ότι βρίσκει την παραμικρή ομοιότητα με τις προηγούμενες χρονιές - και όχι τις πιο παλαιές κι ανέμελες, αλλά έστω και την τελευταία, με όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που την είχαν σημαδέψει; Εντελώς άλλοι καιροί μας κύκλωσαν πια. Καιροί ζοφεροί κι απάνθρωποι. Ημέρες τρόμου και αγωνίας. 
 
Δυστοπικό κατοχικό έτος 1. Πολλές φορές στα προηγούμενα χρόνια, τέτοιες μέρες κατέθετα κάποια πικρά σχόλια για το πραγματικό (και τόσο τραγικά ξεχασμένο) νόημα των Χριστουγέννων. Πικρά σχόλια για την ανόητη φενάκη των ρεβεγιόν, για την κούφια λάμψη στα φωταγωγημένα μπαλκόνια, για την κενότητα στις ευχές, για μια εορτή που εδώ και χρόνια πολλά κατάντησε πλέον ανέορτη. Νεκρή χωρίς την Πηγή της Ζωής. Άλογη δίχως τον Λόγο. Κενή χωρίς τον Κενωθέντα. Και για ένα λαό που έχει ξεχάσει πια το παρελθόν του και ζει αυτοεξόριστος με σκουπίδια και ξυλοκέρατα, μακριά από τη Φωτεινή Χώρα του Πατρός. Ένα λαό που έχει επιλέξει να ζει μέσα στον βάλτο και δεν θυμάται πια άλλον τρόπο ζωής. Εδώ και πολλά χρόνια απλώς περιφέρουμε τις ζωές μας απρόσωποι και διασπασμένοι, δεσμώτες σ' έναν ατελεύτητο φαύλο κύκλο, βιώνοντας τον θρήνο της παρακμής και του πνευματικού θανάτου μας κι αναζητώντας εις μάτην αντίδοτα και υποκατάστατα. Διαλυμένοι και ανίδεοι, σωρηδόν σκύβαλα καταπίοντες και ειδωλόθυτα κατεσθίοντες. Λαός της παραφροσύνης και της αποστασίας. Και κυρίως βέβαια, λαός της αμετανοησίας.  
 
Δυστοπικό κατοχικό έτος 1. Κι όχι ότι όλα αυτά έχουν πια βέβαια πάψει να ισχύουν. Μα φέτος δεν θα υπάρξουν ούτε καν εορτασμοί, ούτε ξέρω πόση περίσσια θλίψη θα κρύβουν μέσα τους των μπαλκονιών τα εορταστικά λαμπιόνια. Ίσως τόση, όση ακριβώς θα εμφορεί τα βλέμματα των απολυμένων, τις σκονισμένες τζαμαρίες των μαγαζιών που έκλεισαν και δεν θα ξανανοίξουν, τα χαμένα όνειρα αυτών που καταστρέφονται, την τραγική απόγνωση όσων φτάνουν στο έσχατο σημείο να δώσουν τέλος στην ίδια τους τη ζωή. Τόση θλίψη, όση κυριεύει τους πονεμένους λογισμούς των πιστών που αντίχριστες πολιτικές εξουσίες και ανάξιοι ποιμένες τούς κλείδωσαν έξω από το Σπίτι του Πατέρα τους. Τόση θλίψη, όσο και το πανικόβλητο παραλήρημα από τον τρόμο του θανάτου, που τόσους συνανθρώπους μας κυρίευσε ολόγυρά μας υπό το κράτος της χυδαίας προπαγάνδας και της εγκάθετης παραπληροφόρησης. Βαριά και πανσθενουργός η κατάθλιψη απλώνεται παντού. Και συναντά μονάχα την απτή αχλύ της απελπισίας.  
 
Δυστοπικό έτος 1. Η Παρθένος σήμερον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως τον προαιώνιον Λόγον. Και την ίδια ώρα, κάποιοι υιοί της Απωλείας εν αδύτοις συνευρίσκονται αποτεκείν (απορρήτως και αυτοί) τα ζοφοπνεμένα τους σχέδια για την εξόντωση των λαών και για την ολοκληρωτική επιβολή της παγκόσμιας κυριαρχίας. Τα όργανά τους είναι εδώ. Από πάνω μας κι ανάμεσά μας. Δουλικοί υπηρέτες, που φορούν ράσα, τηβέννους, κοστούμια και κάθε λογής ακόμη συστημικούς μανδύες εικονικής νομιμότητας και στα χέρια τους κραδαίνουν τρομερά όπλα καταστροφής: φόρους και μνημόνια, έγγραφα που υποθηκεύουν και διαλύουν χώρες ολόκληρες, αποτρόπαιους φασιστικούς νόμους για την «προστασία» μας από δήθεν πανδημίες, στυγνούς προγραμματισμούς επιβολής, νεοταξικά νομοσχέδια που κυοφορούν πνευματικό θάνατο, δημογραφική εξόντωση, εθνική διάλυση, κοινωνική κατάρρευση. 
 
Και μαζί βεβαίως άθλιες ενδοεκκλησιαστικές εκστρατείες για την ποδηγέτηση των πιστών, καινοφανείς διδασκαλίες μίας ψευτοθεολογίας ακραίου δαιμονισμού, σχέδια «ενωτικά» που κορυφώνονται, κλιμακούμενες πομφόλυγες αγαπολογίας, κηρύγματα τυφλής υπακοής στην αντίχριστη μανία του καθεστώτος και την προδοσία των λυκοποιμένων, κείμενα και δράσεις που ετοιμάζουν απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα πλέον τη Νέα Εποχή. Όλα τους είναι όπλα εξουθένωσης, μέσα καταρράκωσης, όργανα καταισχύνης. Κι όλοι τους είναι εδώ ολόγυρα κι ακόμη μας παραπλανούν, ακόμη τους αποδεχόμαστε και τους ανεχόμαστε, ακόμη συνεχίζουμε να βουλιάζουμε στην απάθεια και την ατονία. Κι ούτε μπορεί κανείς να πει πότε θα ξημερώσει επιτέλους η ποθητή εκείνη μέρα της ανάνηψης. 
 
Σωτήριο έτος 2020, κατοχικό έτος 1. Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει. Κι εσύ ν' ακροβατείς ανάμεσα στην άρρητη ωραιότητα του Γλυκασμού των Αγγέλων και στον αφόρητο αποτροπιασμό των ολετήρων. Ν' ακροβατείς ανάμεσα στη ζήδωρη γαλήνη του σπηλαίου, εν ω ανεκλίθη ο Αχώρητος, και στην οργή για τα μιάσματα που κατάστρεψαν μεθοδικά εδώ και δεκαετίες τον τόπο σου, υλικά και πνευματικά, και που τώρα εν τέλει ολοκληρώνουν ανερυθρίαστα τον όλεθρο. Με όλη φυσικά τη δική μας συνέργεια, ανοχή και συνενοχή. Όποια κι αν ήταν άλλωστε τα σχέδια των ολετήρων, όσο μεθοδικά κι οργανωμένα βυσσοδομήθηκαν κι εφαρμόστηκαν, πάνω απ' όλα δική μας δεν είναι τελικά η ευθύνη, που τ' αφήσαμε (και τ' αφήνουμε) να συμβούν; 
 
Δική μας πράγματι η ευθύνη. Δικό μας το ότι επιλέξαμε να ζούμε μέσα στο βούρκο, αγνοώντας προκλητικά όλα τα σημεία των Oυρανών και πετώντας στα σκουπίδια όλες τις ευκαιρίες (και ήτανε πάρα πολλές) που μας έστειλε μέχρι τώρα ο Θεός για να συνέλθουμε. Δικό μας το αίμα των εκτρώσεων, δικό μας το βαθύ σκοτάδι της σαρκικής διαστροφής, δική μας και η άνευ όρων παράδοση σε κάθε είδους κενότητα και ανοησία. Δική μας η προδοσία της πίστης των πατέρων μας, δική μας η αποδοχή της κάθε πλάνης και η άλογη υπακοή σε διεστραμμένους ταγούς, δική μας και η πρόσφατη υποχώρηση σε όλη τη νεοβαρλααμική βλασφημία των μασκαράδων των ναών, αλαλιασμένοι από τον τρόμο του θανάτου. Δική μας η πτώση, δική μας κι η επίμονη άρνηση να ξανασηκωθούμε, δική μας η νευρωσική εμμονή στον ζόφο και την απόγνωση. Δικά μας θα είναι μοιραία και τα επίχειρα. Από τους πνευματικούς νόμους που πάντα λειτουργούν - κι ας αγνοούμε μυωπικά την ύπαρξή τους. 
 
Χριστούγεννα του 2020. Χαραυγή του κατοχικού έτους 2. Έχουμε μπει σε μία μαύρη αντάρα. Σε ποιον άραγε δεν θυμίζει τις Τελευταίες Ημέρες της Πομπηίας; Ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να αναμένει ότι αυτό το νέο έτος θα είναι καλύτερο από το φετινό και ότι θα σηματοδοτήσει επιστροφή στις προηγούμενες συνθήκες της ζωής μας; Βουλιάζουμε στη λαίλαπα ενός αντίχριστου διωγμού και ενός καθεστωτικού φασισμού που όμοιό του δεν έχει ξαναζήσει στην Ιστορία του αυτός ο τόπος. Βουλιάζουμε και στη θανάσιμη περιπέτεια του ανεξέλεγκτου λαθροεποικισμού, της τουρκικής απειλής, της κατάφωρης προδοσίας από τις πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες του. Ποιος τολμά πλέον να πει ότι ως λαός ανθρωπίνως δεν απέχουμε ελάχιστα πια από το ιστορικό μας τέλος; Ποιος τολμά να τρέφει ακόμη αυταπάτες ότι αυτόν τον κατήφορο υπάρχει η παραμικρή εγκόσμια δύναμη που να μπορεί πλέον να τον αποτρέψει; Ανθρωπίνως όμως πάντα. Γιατί τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, δεν σημαίνει πως είναι και αδύνατα γενικώς. Γι' αυτό, όσο ανεπίστρεπτα δείχνουν ανθρωπίνως τα πράγματα, τόσο η ελπίδα μας οφείλει να μείνει ζωντανή. Εμείς άνω σχώμεν τας καρδίας. 
 
Εμείς μέσα στην αντάρα οφείλουμε να δούμε και επιτέλους να αξιοποιήσουμε τη μεγάλη ευκαιρία που δίνεται σ' αυτόν τον λαό, τον αμνησιακό και εκμαυλισμένο. Η ευκαιρία για να ξανάβρει μέσα απ' τη βαθιά κατάπτωση και παρακμή το ίσο του, εκείνο το συνάμφω υψιπετές και χοϊκό ισοκράτημα του προαιώνιού του Τρόπου, εκείνη την επί πτερύγων ανέμων άναρχη περπατηξιά του, που του την κολόβωσαν και την ευνούχισαν μερικές δεκαετίες εκσυγχρονιστικής χυδαιότητας και υλόφρονης εξηλιθίωσης. Γιατί αυτό που θα ζήσουμε, θα το επιτρέψει ο Θεός. Θα είναι σκληρό και επώδυνο, αλλά ζήδωρα παιδευτικό, σαν το μοιραία πικρό κι οδυνηρό φάρμακο σε μία θανάσιμη αρρώστια. Μία θεόθεν δοκιμασία για τα χάλια μας, ένας κανόνας πνευματικός για τον εθελότρεπτο καλπασμό μας σε οδούς ειδωλολατρείας, σαρκολατρείας και πλάνης. Αφού όμως δεν είναι το Τέλος, αλλά μια άγρια μπόρα απλώς, τότε θα ξαναβγεί κάποια στιγμή κι ο ήλιος. Να λοιπόν η πραγματική ελπίδα - και η μόνη μάλιστα που μας απέμεινε.  
 
Χαραυγή του 2021. Τελευταίες Ημέρες της Πομπηίας. Φαινομενικά τουλάχιστον. Ασφαλώς είναι δεδομένο ότι νέοι καιροί έχουν φτάσει, άγριοι και δύσβατοι. Είναι σίγουρο ότι καιροί οργής και θλίψης και οδύνης ανοίγονται μπροστά μας. Αυτούς δεν πρόκειται να τους γλιτώσουμε. Μα υπάρχει και κάτι που φεγγίζει μες στο σκότος, κάτι παυσίλυπο και πανσθενές. Και δεν είναι άλλο από το φως του εκ Παρθένου Τεχθέντος. Που όμως δεν θα λάμψει μέσα μας καταναγκαστικά, αλλά μόνο αν το θελήσουμε ειλικρινά και το ζητήσουμε εμπράκτως. Είναι πάντως το μοναδικό που μπορεί να διασπάσει τα ερέβη και να καταυγάσει το ζοφερό τοπίο. 
 
Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν! Και καλά Χριστούγεννα δεν μπορούν ασφαλώς παρά να είναι μόνο Χριστούγεννα πνευματικά. Χριστούγεννα με ανάνηψη, μετάνοια και αγώνα! Ο διωγμός που ζούμε - και που θα κλιμακωθεί - ας γίνει η αφορμή για να το βρούμε επιτέλους αυτό το δύσβατο αλλά πολύτιμο μονοπάτι. Και με αφετηρία τη Γέννησή Του, ας κρατήσουμε μόνιμα πλέον τα κουρασμένα και σκονισμένα μας βήματα μέσα σε αυτό.  
 
Καλά Χριστούγεννα, ομότροποι και συνοδοιπορούντες. Ο εκ Παρθένου τεχθείς είη μεθ' ημών. Καλή δύναμη και καλή λευτεριά…

Το αγοράκι με τη λίγδα και τα ελληνόπουλα που τους απαγόρευσαν τα κάλαντα....

Posted: 24 Dec 2020 11:00 AM PST

Η σκηνή στο μετρό. Τη χαρά αυτή του κορωνοϊού. Το… προβλεπόμενο πάστωμα σε ανεκτά όρια αλλά σαφώς άνω των ορίων του κ. Χαρδαλιά.
 
Από τον Χρήστο Μπολώση
 
Ποια τέσσερα άτομα ανά 100 τ.μ. Μάλλον 100 άτομα ανά 4 τ.μ. Βέβαια, δεν είναι συνεχώς έτσι, διότι ανεβοκατεβαίνει κόσμος. Αυτό, φαίνεται, έχει υπόψη του ο κ. Καραμανλής Γ΄. Σε κάποια στάση ανεβαίνει ένα αγόρι σκούρου χρώματος, ανήκον στην κατηγορία των «ασυνόδευτων ευπαθών» και προφανώς έλκον την καταγωγήν από Πακιστάν ή Αφγανιστάν ή Μπανγκλαντές ή, τέλος πάντων, από κάτι τέτοιο. 
 
Η λίγδα πάνω του από την απλυσιά, μη συζητάτε. Στο χέρι κρατούσε ένα πλαστικό ποτηράκι και, φυσικά, χωρίς μάσκα ζητούσε τη βοήθειά μας. Να ρωτήσω τώρα τι μήνυμα έστειλε στο 13033 για να σεργιανίζει ανενόχλητο; Μπα! Αυτοί είναι στο απυρόβλητο. Αλίμονο στον ασθενή που τρέχει για χημειοθεραπείες εκτός νομού του ή στον πιστό που πάει να ανάψει κεράκι. Εκεί δεν υπάρχει έλεος. Σαν δεν ντρεπόμαστε, λέω εγώ…
 
 
ΣΧΟΛΙΟ
 
Αντί για σχόλιο θα παραθέσω όσα είπε ο Χαρδαλιάς για τα κάλαντα των ελληνόπουλων...
Πρέπει να το χωνέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με νεοταξικά αποβράσματα.....
Αθεους και αντίχριστους......

Επειδή τα βίντεο θα κατέβουν κάποια στιγμή εγώ θα το ανεβάσω εδώ στο ιστολόγιο για να μείνει στην ιστορία η αθεϊα τους...

You are subscribed to email updates from ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ koukfamily.
To stop receiving these emails, you may unsubscribe now.
Email delivery powered by Google
Google, 1600 Amphitheatre Parkway, Mountain View, CA 94043, United States

Σχόλια