Προστασία του απορρήτου: σε ποια κοινωνία θέλουμε να ανήκουμε; Τι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί τα «εφηύραμε» και πώς απέκτησαν τον ρόλο που έχουν στη σύγχρονη κοινωνία; Η σύλληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκει τις ρίζες της στους αγώνες του ανθρώπου για αξιοπρέπεια, ελευθερία και ισότητα. Στην αγωνία της κοινωνίας να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Μέσα στο πλαίσιο αυτό το 1945 ιδρύθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη, όπου στα σημαντικά τους επιτεύγματα συμπεριλαμβάνεται η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής η «Διακήρυξη»), το θεμελιώδες κείμενο του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Διακήρυξη αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ»), το καλοκαίρι του 1949. Στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προβλέπεται το δικαίωμα σεβασμού της «ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του ατόμου». Στο άρθρο αυτό καθιερώνεται ξεκάθαρα η προστασία του ατόμου ενάντια σε παράνομη παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής, ενώ εν συνεχεία η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΔΔΑ») διεύρυνε την έννοια της ιδιωτικότητας αυτής, προσθέτοντας την παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών και την υποκλοπή αλληλογραφίας ως μορφές παραβίασης της ιδιωτικότητας. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε τόσο ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΧΘΔΕΕ») με το άρθρο 7 (Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) όσο και το Ελληνικό Σύνταγμα με το άρθρο 19 (Απόρρητο επιστολών, ανταπόκρισης & επικοινωνίας). Ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Τόσο βάσει της ΕΣΔΑ όσο και βάσει του ΧΘΔΕΕ οι περιορισμοί στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ιδιωτικότητας, πρέπει να είναι «σύμφωνοι με το νόμο», «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία» και να σέβονται τον «πυρήνα των δικαιωμάτων αυτών». Ο κάθε περιορισμός θα πρέπει να επιβάλλεται μόνον εφόσον είναι αναγκαίος και ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, πάντοτε υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Αντίστοιχα, το Ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για λόγους εθνικής ασφαλείας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και η διαδικασία για την άρση του απορρήτου ορίζεται στο νόμο 2224/1995. Βάσει του νόμου αυτού, όπως ίσχυε μέχρι το 2021, προβλέπονταν ότι σε περίπτωση άρσης απορρήτου των επικοινωνιών (δηλαδή παρακολούθησης) ενός πολίτη, από την ΕΥΠ, μετά το πέρας της άρσης αυτής, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στον πολίτη την άρση του απορρήτου του καθώς και τον λόγο της άρσης αυτής (σοβαρό έγκλημα ή ζήτημα εθνικής ασφάλειας). Μοναδική προϋπόθεση ήταν να μην διασαλευτεί ο αρχικός σκοπός της άρσης του απορρήτου. Ωστόσο, ο νόμος 2224/1995 τροποποιήθηκε το 2021 από μια τροπολογία (826/145) η οποία «κόλλησε» σε ένα άσχετο πολυνομοσχέδιο με ρυθμίσεις αναφορικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Λόγω της τροπολογίας αυτής και συγκεκριμένα του άρθρου 87 του ν.4790/2021, η ΑΔΑΕ έχασε τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η εν λόγω τροπολογία είχε αναδρομική ισχύ, συνεπώς συμπαρασύρονταν παρακολουθήσεις που έλαβαν χώρα πριν την τροπολογία του νόμου, ήτοι την 31η Μαρτίου. Είναι ευδιάκριτος ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας της εν λόγω διάταξης καθώς και η αντίθεση της εν λόγω διάταξης στην ΕΣΔΑ, στο ΧΘΔΕΕ. Παράλληλα, προκύπτουν και εύλογα ερωτήματα όπως: - Γιατί πριν την τροποποίηση του ν.2225/1994 δεν ζητήθηκε η γνωμοδότηση της ΑΔΑΕ;
- Γιατί μετά την τροποποίηση του ν.2225/1994, δεν λήφθηκαν υπόψη οι αντιρρήσεις του κ. Χρήστου Ράμμου, Προέδρου της ΑΔΑΕ, της κας. Κατερίνας Παπανικολάου και του κ. Στέφανου Γκρίτζαλη, μέλη της ΑΔΑΕ , οι οποίες εκτέθηκαν γραπτώς στις 07/04/2021,
- Γιατί ακόμα και σήμερα το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ενώ υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δεν προχωρά στον άμεσο έλεγχο των συσκευών των Ελλήνων Βουλευτών όπως έπραξε και το Ευρωκοινοβούλιο, δεδομένου ότι η πλειονότητα του Υπουργικού Συμβουλίου είναι βουλευτές;
Και το βασικότερο: Για ποιο λόγο παρακολουθούνταν τηλέφωνο αιρετού Ευρωβουλευτή και Προέδρου του 3ου μεγαλύτερου κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου; Η αντίληψη και ο σεβασμός θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάθε πολίτη (είτε αυτός είναι πολιτικός, είτε είναι δημοσιογράφος είτε είναι κάποιος διάσημος είτε είναι κάποιος άσημος) αντικατοπτρίζουν το νομικό και πολιτικό μας πολιτισμό. Είναι καιρός να ξεκινήσουμε μια σοβαρή συζήτηση ως προς το σε ποια κοινωνία θέλουμε να ανήκουμε και ως προς τον ποιο προορισμό κατευθυνόμαστε. Στη συζήτηση αυτή πρέπει να συμμετέχουμε όλοι και όλοι μας πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Ένα είναι βέβαιο: Το κράτος υπάρχει για να αναγνωρίζει και να διασφαλίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι για να επινοεί «επισυνδέσεις» για την καταπάτηση τους. |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου